Σιωπηλής φιγούρας είδωλο, ικέτης γητευτής των γραμμών
στέκεται ήμερα κι ανασαίνει , εκεί που θεοί και δαίμονες πατούνε μόνο
και βάφει με το παράξενο φως του θάλασσα και ουρανό να μη στερεύουν
σα βόλτα τελευταία που δρόμο να μη γνωρίζει, μόνο τ' άχρωμο να γιατρεύει
από το κύμα ως τη σιωπή
Τα μάτια στέγνωσαν του ορίζοντα το πιο βαθύ χαντάκι
κι η πιο θολή γραμμή τον ένωσε με της θάλασσας την γαλανή πλάνη
γιατί από όλες τις απάτες των οφθαλμών που η θάλασσα όλο φέρνει
το μόνο αληθινό γαλάζιο θωρώ όμηρος και δεσμώτη του τρόπου να κοιτάς
και θα ζητώ μα δε μιλώ
Θα σπάσω λοιπόν κι εγώ της θάλασσας και τ' ουρανού το μπλάβο
και σε μικρά θραύσματα θα συλλέξω από το φως τις τελευταίες τις στιγμές
να θωρείς, όταν χρώμα σου του ουρανού δανείζεις να σκεπάζει της πλάσης το πηγάδι
να νιώθεις, όταν μια δύναμη της θάλασσας ξεπουλάς να πλέει του χρόνου το ξύλινο σκαρί
τη μια στιγμή παραδομού πάντα θα την τσακίζω εδώ
Και θα σαλέψω της θάλασσας τις απλωσιές που κύματα γεννούν
σα ο ουρανός στέλνει ανέμους αγγελιοφόρους, το αέρινο του να ψιθυρίζουν
και θα σπάσω των βράχων τα αιχμηρά περιστύλια και θα στρώσω τη γή με άμμο
να ξέρεις για που πετούν τ' απόδημα πετούμενα σαν οι Εποχές στροβιλίζοντας σε, αλλάζουν
να φωνάζεις στους θεούς και τις νεράιδες που σε θαλάσσιο δάσος σε σεργιανούν, το " θέλω"
μέσα στα χέρια εποχές που θέλω να ορίζω
Και τότε σβήσανε τα σκοτάδια και γαλήνεψε το φύλλο στα πόδια του νερού
κι η μικρή σιωπή θέριεψε και βρυχήθηκε, ένας σπασμός φως, μια ρωγμή ποταμίσια
και έγινε μια αστραπή και έσβηναν τα σκοτάδια ακόμα στην τελευταία πορεία τ'ουρανού
και μια ξωτική μελωδία γιομάτη από φύλλα φθινοπωρινά ξεχύθηκε σε ότι γαλάζιο ντύθηκε
όλα ζουν μέσα σε όλα μου , το σκοτάδι να ξορκίζω
_____________________
Ευαγγελία Χατζηδάκη
Το εκπληκτικό έργο του Araujo Santoyo
Οι δε ευτελείς στίχοι, για μια απόλυτα γαλάζια ανάσα τ' ανέμου
εκεί που η θάλασσα το γαλάζιο των ματιών σου ζήλεψε
εκεί που τα φύλλα χόρεψαν με τη βροχή στις χούφτες μας
εκεί που το φθινόπωρο τις Εποχές όλες μάζωξε και χόρεψε
Να γελάς
Μια Αίσθηση
στα σοκάκια που μύριζαν λεμονανθό τα χέρια σου
στη μελωδία που χόρεψε και χώρεσε το φεγγάρι μας
στις άκρες των δακτύλων σου φύλλο χαρτί και σύρμα
στα γέλια μας σε πλατείες και σοκάκια , αμαρέτο γλυκόπικρο
στις κουβέντες που η θάλασσα ράντισε με την αλμύρα της
Να Υπάρχεις
Μια Ικεσία
από το τίποτα στο πολύ, ονείρου παραλήρημα
από τις Εποχές πιο πέρα από το στέρεο της γης μια στιγμή αγγελική
από το χθες που όλα τα λάβωνε , ως το αιώνιο του νου το δύσβατο κελί
από του βράχου τη αιχμή και την αλμύρα , ως της σιωπής την πιο αέρινη κραυγή
Να Θέλεις
Μια Προσταγή
Λέξη μικρή , ναυάγιο μηδαμινό του τίποτα που το πολύ περιθάλπει στοργικά
Ικέτης και πολεμιστής , ταξιδευτής και γητευτής, κουρσάρος του θέλω ο πραματευτής
κι ισορροπία σε αστέρια κρεμάμενης βροχής που εποχή γυρεύει στης γης τις αισθήσεις
και κραυγάζει και πυρά σπέρνει και θερίζει σε ποτάμια χρυσαφένια της καρδιάς μια ανάσα
Να Αγαπάς
Για όλα αυτά Σ' Αγάπησα
Για το πριν που με χρώμα έβαψα για το τώρα που με κόπο ένοιωσα,
για το αύριο που θα δημιουργώ το γαλάζιο Φθινοπώρων που αρμένισες
για το ζεστό σπασμό του πρώτου και τελευταίου σου παιδιάστικου χαμόγελου
για το πεζό του λόγου που έκαμες μελωδία, για τις στιγμές που έκαμες ζέστη τ η βροχή
Να Γράφεις
Και Αγαπώ Ακόμα
της απουσίας , την απεγνωσμένη παρουσία όταν πλάι μου αγγίζω ν' ανασαίνει
αυτό που έβαψα , αυτό που έγραψα για σένα πριν έρθεις, για σένα που ήρθες
το μουσικό παφλασμό που αφήνει της θάλασσας των πελάγων το ασίγαστο μονοπάτι
κάθε μικρή η άπειρη διαδρομή του νου, όταν σιωπάει, αναδιπλώνεται, τεντώνεται να σε βρει
Να Υπάρχεις
Και Θα Σ' Αγαπώ
όταν σουλατσάρεις κι ανακατώνεις αιώνια τα χρώματα του νου
όταν χάνεσαι και δημιουργείς του ανθρώπου το εύθραυστο και δυνατό καλούπι
όταν κρύβεσαι και σκαρφίζεσαι ζωή αβάσταχτα μικρή και πρόστυχα μεγάλη
όταν από το παράθυρο τρυπώνεις και ξέρεις να χωράς στης καληνύχτας το σκοτάδι
Να Ανασαίνεις
από το εδώ ως στο αιώνιο Ζωή
το χαρτί που τα γράμματα μου κουλουριάζονται σα μιλούν
τον άνεμο που μου σφραγίζει πληγές παλιές τα χνάρια σου σα μουρμουρά
τις στάλες που πλέουν πάνω στα ηλιοκαμένα μου φύλλα του Φθινοπώρου μου
στις τολμηρές βουτιές των δελφινιών σαν τη λήθη του γλάρου μου ξεγελούν
Ε. Χατζηδάκη
-Υπέροχο το έργο του Gian Lorenzo Bernini , με την πάντα προσεγμένη λεπτομέρεια στην έκφραση του προσώπου και της κίνησης, από τους απόλυτους δημιουργούς μιας Εποχής Μπαρόκ [1598-1680]
-Απίθανος και ο Yiruma θα παίξει μια ονειρική μελωδία γιατί απλά ...It's your day..